Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή παρουσιάζει, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, μια αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στον διακεκριμένο ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη, με τίτλο Η Ευγένεια του Απέριττου.
Μια μακροχρόνια και συγκινητική ιστορία συνδέει τον Γιώργο Ρόρρη με το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή εδώ και πάνω από 35 χρόνια. Ο Βασίλης Γουλανδρής, με τη συμβολή του Παναγιώτη Τέτση και του Δημήτρη Παπαστάμου, διέκρινε ήδη από το 1986, ενώ ο Ρόρρης ήταν μόλις 23 ετών, το ταλέντο του νεαρού ζωγράφου. Του έδωσε την ευκαιρία να εκθέσει για πρώτη φορά, εκείνη τη χρονιά, στη Νέα Πτέρυγα του μουσείου της Άνδρου. Υπήρξε από τους πρώτους συλλέκτες έργων του, αγοράζοντας εμβληματικές δημιουργίες όπως ο Καισαρίων και η Μεγάλη σπουδή στο κόκκινο του καδμίου. Τον ενθάρρυνε επίσης να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, δίνοντάς του την ευκαιρία να υλοποιήσει τον διακαή πόθο του χάρη σε μια υποτροφία-θεσμό που μόλις είχε καθιερώσει το Ίδρυμα.
Ο βαθύς δεσμός που συνέδεε τον Ρόρρη με το ζεύγος Γουλανδρή συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Βασίλη, το 1994, και της Ελίζας, το 2000. Το 2017 πλησιάζοντας ο καιρός να ανοίξει το μουσείο της Αθήνας, ανατέθηκε, όπως ήταν επόμενο, στον Ρόρρη η μεγάλη ευθύνη να φιλοτεχνήσει μια προσωπογραφία του ζεύγους. Επτά μήνες χρειάστηκαν για την ολοκλήρωση αυτής της συναρπαστικής πρόκλησης. Χάρη στην οξυδέρκεια του βλέμματός του, η προσωπογραφία αυτή δεν αποτέλεσε μόνο απότιση φόρου τιμής στους δύο ανθρώπους που επί τόσα χρόνια θεωρούσε Μαικήνες του. Εξελίχθηκε σε μια σύνθεση των επιρροών του από όλους τους δασκάλους που τον ενέπνευσαν στη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας.
Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή έχει την τιμή και τη χαρά να οργανώσει ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του Γιώργου Ρόρρη, που διακρίνεται πλέον ως ένας από τους σπουδαιότερους εικαστικούς δημιουργούς της γενιάς του. Συλλέκτες και πολιτιστικοί οργανισμοί αποδέχτηκαν την πρόσκληση του Ιδρύματος, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν τα πιο σημαντικά έργα του ζωγράφου, από τα πρώτα του βήματα έως σήμερα.
Η έκθεση με τίτλο Γιώργος Ρόρρης, Η Ευγένεια του Απέριττου ακολουθεί μια αναδρομική προσέγγιση του έργου του καλλιτέχνη. Περιλαμβάνοντας σχεδόν 60 πίνακες και σχέδια, επιχειρεί να ανιχνεύσει την καλλιτεχνική του εξέλιξη μέσα από τρεις ενότητες. Οι διαχωρισμοί μεταξύ αυτών των ενοτήτων δεν είναι ευδιάκριτοι. Ο θεατής περιφέρεται ανάμεσα στα έργα προσπαθώντας να εντοπίσει ομοιότητες με γνωστά του πρόσωπα με τον αυθορμητισμό και την άνεση ενός παιδιού.
Η πρώτη ενότητα αναλύει τη σχέση του ζωγράφου με το ατελιέ του, τον χώρο που του χρησιμεύει ως εργαστήριο, διέξοδο και καβούκι. Πρόκειται για θεμελιώδες στοιχείο της δημιουργικής πορείας του, που τον βοήθησε να διαμορφώσει τη σχέση του με τον εξωτερικό κόσμο, τα μοντέλα του, τις καλλιτεχνικές αναφορές του και, κυρίως, τον ίδιο τον εαυτό του.
Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στις επιδράσεις που δέχτηκε από τους δασκάλους του και στον διάλογο που άνοιξε μαζί τους μέσω της ζωγραφικής του. Όταν κατονομάζει τους καθηγητές του, εκφράζεται με ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς. Είναι σαν να τοποθετεί τον εαυτό του ανάμεσα στους επιγόνους τους, πεπεισμένος ότι ο καθένας μας είναι το άθροισμα των επιρροών του.
Η τρίτη ενότητα είναι αφιερωμένη στην αδιάκοπη εξερεύνηση του σώματος, φτιαγμένου «από σάρκα και οστά». Μέσω των παραλλάξεων στις οποίες το υποβάλλει, το σώμα αναδεικνύεται στο πιο συγκινητικό σύμβολο της ανθρώπινης ιδιότητάς μας, της θνητότητάς μας. Και η ζωγραφική του Ρόρρη έχει την ικανότητα, με τίμημα μια δουλειά που δεν δέχεται ούτε συγκατάβαση ούτε ανοχή, να αποδίδει αυτή τη σπίθα αθανασίας.
Η συμβολή του Γιώργου Ρόρρη στην ετοιμασία της έκθεσης υπήρξε καθοριστική. Η βοήθειά του στην επιλογή των έργων, οι κατευθύνσεις του σχετικά με τη σκηνογραφία και το στήσιμο των πινάκων, οι συνεντεύξεις που παραχώρησε για τη σύνταξη του «Χρονολόγιου» της συνοδευτικής έκδοσης δίνουν την ευκαιρία στον θεατή να καταδυθεί ακόμη πιο απολαυστικά στη δουλειά του.
Τη σκηνογραφία της έκθεσης επιμελήθηκαν ο Ανδρέας Γεωργιάδης και η Παρασκευή Γερολυμάτου από τη Μικρή Άρκτο.
Η έκθεση συνοδεύεται από τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά), που ετοίμασε η επιμελήτρια της έκθεσης Μαρία Κουτσομάλλη-Μορώ.